ἀπαρηγόρητα

ἀπαρηγόρητα
ἀπαρηγόρητος
unconsoled
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άλαστος — ἄλαστος, ον (Α) 1. (για καταστάσεις) α. αλησμόνητος, αξέχαστος β. αφόρητος, δεινός 2. (για πρόσωπα) α. δημιουργός αλησμόνητων έργων, αλησμόνητος β. καταραμένος, άθλιος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἄλαστον ακατάπαυστα 4. φρ. «ὀδύρομαι ἄλαστον», θρηνώ …   Dictionary of Greek

  • οδύρομαι — (ΑΜ ὀδύρομαι και, για μετρικούς λόγους, δύρομαι) κλαίω γοερά, θρηνώ απαρηγόρητα, ολοφύρομαι, ολολύζω μσν. αρχ. πενθώ («ἵνα μηκέτ ὀδυρομένη κατὰ θυμὸν αἰῶνα φθινύθω», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀδύρομαι (< *ὀδυρjομαι) ανάγεται πιθ. στην ρίζα *ed… …   Dictionary of Greek

  • υπερπενθώ — έω, Α [πενθῶ] θρηνώ απαρηγόρητα …   Dictionary of Greek

  • οδύρομαι — θρηνώ, κλαίω απαρηγόρητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”